Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

η μυγοσκοτώστρα φταίει

Πραγματικά είχε χαθεί.

Για την ακρίβεια είχε αφεθεί να χαθεί.

Μεταξύ μας όμως, ένα κομμάτι της δεν μπορούσε παρά να αφεθεί να χαθεί.



Φυσικό επακόλουθο θα μου πεις μιας και τον τελευταίο καιρό, ξέφευγε που και που σε μια πόλη παράλληλη της Θεσσαλονίκης. Μπορεί μέχρι πρόσφατα να ζούσε μια συμβατική ζωή, αλλά τα τελευταία γεγονότα είχαν παίξει έναν κάπως καταλυτικό ρόλο για την επιλογή της να ζει κάποιες ώρες σε παράλληλο σπίτι απ’ αυτό που ζούσε, και να συναναστρέφεται ανθρώπους παράλληλους με αυτούς που συνήθιζε.



Σφιχταγκάλιασε το μαξιλάρι της, έβαλε ξυπνητήρι και άρχισε να μετράει.

Να μετράει τους χτύπους της καρδιάς της.

Να υπολογίζει τη διαφορά φάσης με αυτούς του κρανίου της.

Με αυτούς των μηρών της.

Με αυτούς των καρπών της.



Παρά τα δεκάδες τσιγάρα που απανθρακώνονταν με την βοήθεια των χειλιών της, οι φλέβες της ήταν στο έπακρο λειτουργικές. Το αίμα κυλούσε άψογα σε όλο της το σώμα. Και οι συστηματικοί προ του ύπνου έλεγχοι, το αποδείκνυαν καταλαμβάνοντας κάθε σημείο που θα μπορούσε να χωρέσει αμφιβολία.

Και όντως μετρούσε κάθε βράδυ. Τι άλλο να έκανε άλλωστε. Και σταματούσε μονάχα όταν την έπαιρνε ο ύπνος, ή όταν την διέκοπτε το ξυπνητήρι.



Περιφερόταν.

Χωρίς πολλά πολλά να καταλάβει, βρέθηκε στο σταθμό των τρένων.

Δεν κουβαλούσε την τσάντα πλάτης, οπότε δεν χρειαζόταν να προσέχει και πολύ τους φύλακες.

Χάθηκε στο πλήθος.

Κρυφάκουγε.

Άγγιζε.

Και αμέσως μετά ζητούσε κατακόκκινη απ’ την ντροπή συγνώμη παίζοντας την απρόσεχτη και την αφηρημένη.



Έτσι περνούσε την ώρα της. Αυτή ήταν η αγαπημένη της ασχολία όταν έφευγε στην παράλληλη πόλη και δεν είχε μαζί της sudoku. Ειδικά εκείνη τη μέρα όμως, γινόταν πανικός στον σταθμό. Πρώτη φορά είχε τόσο πολύ κόσμο. Γιατί άραγε; Και κυρίως τόσο συνωστισμένο. Γιατί; Μαζεμένοι όλοι γύρω από «την σκάλα της που δεν οδηγεί πουθενά», σαν τα περιστέρια στην Αριστοτέλους στο πλακάκι που μόλις πριν έριξες ψίχουλα. Περνούσαν τα λεπτά. Καθώς άρχισε να εγκλιματίζεται στον χωροχρόνο, περνούσε όλο και λιγότερο ευχάριστα. Το πλήθος της μετέφερε το άγχος του.

Δεν άντεξε και ρώτησε.



«Ήρθε η λύκαινα κοπέλα μου! Που ζεις;»

Ταφ, γιώτα και ερωτηματικά πλημμύρισαν τους νευρώνες της.

Δεν είναι δυνατόν!

Υπάρχει!



Τέσσερα τέσσερα τα σκαλιά. Έφτασε εκεί που δεν είχε παραπάνω. Στο πλατύσκαλό της. Ο κόσμος κάτω έτρεχε πια να εξαφανιστεί αλλά αυτή άλλο κοιτούσε τώρα.



Η λύκαινα.

Η λύκαινα λεχώνα

Η λύκαινα λεχώνα τεράστια περνούσε πάνω απ’ τους ανθρώπους σαν από χορτάρια.



Από-αποσβολώθηκε μόνο όταν κατάλαβε πως προς αυτήν ερχόταν. Οι νευρώνες, οι φλέβες, το αίμα, οι μηροί της, πήραν όλα μαζί φωτιά. Ακόμα και ο φόβος πανικόβλητος έτρεξε να κρυφτεί στα δάκρυά της.



Ελεύθερη πτώση.

Και η σκάλα ως τον θεό.

Τσιμπήθηκε μα δεν ξυπνούσε.

Κι έπεφτε.

Και η ψυχή της την ακολουθούσε όπως στις πτώσεις των ονείρων.

Μα δεν ξυπνούσε.



Στο τέλος όμως έφτασε. Ξαναγύρισε στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές ψάχνοντας τις ανάσες της. Προσπάθησε να μοιραστεί τον πανικό της με κάτι μικρά παιδιά κουρελιάρικα. Μα δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Την διευκόλυναν αυτά.



«Για την λύκαινα κάνεις έτσι;

Δεν πειράζει κανέναν.

Μην φοβάσαι.

Εμείς τουλάχιστον δεν την φοβόμαστε.

Κι ας ξέρουμε πως μια μέρα όλους θα μας φάει»



Της ήρθε να ξαναβάλει τα κλάματα. Δεν μπορούσαν αυτά τα παιδιά να τις τα γκρεμίζουν όλα! Και το χειρότερο. Αυτό το «Κι ας ξέρουμε πως μια μέρα όλους θα μας φάει» έκρυβε το χαιρέκακο «ίσως την φάμε κι εμείς όμως».



Έτρεξε ως την πλατεία.

Στο καφενείο ο παππούς σκότωνε με μια μυγοσκοτώστρα κάτι μικρούς ελέφαντες



«Ε άι στο διάολο» είπε και ξύπνησε.



γι’ αυτήν ήταν όλα ένα όνειρο



για άλλους ήταν η σκληρή πραγματικότητα